- ιεραποστολή
- η1) посылка миссионеров; 2) миссионеры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεραποστολή — ἡ 1. η οργανωμένη από την Εκκλησία αποστολή κηρύκων τού ευαγγελίου σε μη χριστιανικές χώρες με σκοπό τη διάδοση τού χριστιανισμού και την ηθική και υλική ενίσχυση τών ανθρώπων τής περιοχής 2. φρ. «εσωτερική ιεραποστολή» η οργανωμένη προσπάθεια… … Dictionary of Greek
ιεραποστολή — η 1. αποστολή προς διάδοση θρησκευτικών ιδεών: Συστηματική οργάνωση των ιεραποστολών έγινε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΕ . 2. μτφ., λειτούργημα, εκτέλεση κάποιου έργου χωρίς αμοιβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Λαζαριστές — Μέλη μοναχικού τάγματος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ιδρύθηκε το 1625 από τον άγιο Βικέντιο ντε Πολ (του Παύλου) και αναγνωρίστηκε από τον πάπα Ουρβανό Η’ το 1632, με την ονομασία Εταιρεία των Ιερέων της Ιεραποστολής. Σκοπός του τάγματος των Λ.… … Dictionary of Greek
Νεκτάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης (381 397). Καταγόταν από την Ταρσό της Κιλικίας και ήταν συγκλητικός. Αν και ήταν λαϊκός και μάλιστα αβάφτιστος, εξαιτίας της αγιότητας της ζωής του εκλέχτηκε Πατριάρχης … Dictionary of Greek
Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek
διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί … Dictionary of Greek
ιεραποστολικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραποστολή ή στον ιεραπόστολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεραπόστολος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Κων / νο Οικονόμο] … Dictionary of Greek
ιερωνυμίτες — οι μοναχικό τάγμα τής ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, τού οποίου τα μέλη ασχολούνται κυρίως με την εκπαίδευση και την ιεραποστολή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hieronymite < Hieronymus (πρβλ. Ιερώνυμος, όνομα εκκλησιαστικού πατέρα) + κατάλ.… … Dictionary of Greek
Άγιος Φραγκίσκος Ξαβιέ — (Xaverius, 1506 – 1552). Ιησουίτης ιεραπόστολος με την επωνυμία Απόστολος των Ινδιών. Γεννήθηκε στη βασκική επαρχία της Ναβάρα, και φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου και προσηλυτίστηκε από τον ιδρυτή του τάγματος των Ιησουιτών Ιγνάτιο… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek